- πεντρεμίτης
- ο(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος έμμισχων εδραίων εχινοδέρμων με ωοειδή ή απιοειδή κάλυκα, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών βλαστοειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentremites < penta- (< πεντα-) + τρῆμα «οπή, τρύπα»].
Dictionary of Greek. 2013.